Parsifal by Jean Delville

ANDRE BRETON

" Δεν είναι ο φόβος της τρέλας που θα μας πιέσει ν΄αφήσουμε μεσίστια τη σημαία της φαντασίας. "
" Πιστεύω στην μελλοντική λύση αυτών των δύο καταστάσεων, του ονείρου και της πραγματικότητας, σ΄ένα είδος απόλυτης πραγματικότητας, υπερπραγματικότητας (surrealite), άν μπορεί να πει κανείς κάτι τέτοιο. Στην κατάκτηση της είναι που κατευθύνομαι, βέβαιος ότι δεν θα φθάσω αλλά τελείως αδιάφορος για το θάνατό μου, ώστε να μην υπολογίζω λίγο τις χαρές μιας τέτοιας κατάκτησης. "
" Τα πάντα οδηγούν στο να πιστέψουμε ότι υπάρχει ένα ορισμένο σημείο του πνεύματος απ΄όπου η ζωή και ο θάνατος, το πραγματικό και το φανταστικό, το περασμένο και το μελλοντικό, το μεταβιβάσιμο και το αμεταβίβαστο, το υψηλό και το χαμηλό παύουν να διαπερνιούνται αντιφατικά. Θα ήταν συνεπώς μάταιο να αναζητούσε κανείς στην υπερρεαλιστική δραστηριότητα κίνητρο άλλο από την ελπίδα να προσδιοριστεί αυτό το σημείο. "

(ANDRE BRETON Μανιφέστα του υπερρεαλισμού)

_______________________

17 Μαΐ 2009

Ωραία λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ

.
Μπήκε στο καφενείο όπου επήγαιναν μαζύ.—
Ο φίλος του εδώ προ τριώ μηνών του είπε,
«Δεν έχουμε πεντάρα. Δυο πάμπτωχα παιδιά
είμεθα — ξεπεσμένοι στα κέντρα τα φθηνά.
Σ’ το λέγω φανερά, με σένα δεν μπορώ
να περπατώ. Ένας άλλος, μάθε το, με ζητεί.»
Ο άλλος τού είχε τάξει δυο φορεσιές, και κάτι
μεταξωτά μαντήλια.— Για να τον ξαναπάρει
εχάλασε τον κόσμο, και βρήκε είκοσι λίρες.
Ήλθε ξανά μαζύ του για τες είκοσι λίρες·
μα και, κοντά σ’ αυτές, για την παληά φιλία,
για την παληάν αγάπη, για το βαθύ αίσθημά των.—
Ο «άλλος» ήταν ψεύτης, παληόπαιδο σωστό·
μια φορεσιά μονάχα του είχε κάμει, και
με το στανιό και τούτην, με χίλια παρακάλια.

Μα τώρα πια δεν θέλει μήτε τες φορεσιές,
και μήτε διόλου τα μεταξωτά μαντήλια,
και μήτε είκοσι λίρες, και μήτε είκοσι γρόσια.

Την Κυριακή τον θάψαν, στες δέκα το πρωί.
Την Κυριακή τον θάψαν: πάει εβδομάς σχεδόν.

Στην πτωχική του κάσα του έβαλε λουλούδια,
ωραία λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ
στην εμορφιά του και στα είκοσι δυο του χρόνια.

Όταν το βράδυ επήγεν— έτυχε μια δουλειά,
μια ανάγκη του ψωμιού του— στο καφενείον όπου
επήγαιναν μαζύ: μαχαίρι στην καρδιά του
το μαύρο καφενείο όπου επήγαιναν μαζύ.


(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

1 σχόλιο:

Ευαγγελία Πατεράκη είπε...

Αγαπημένος πολύ ποιητής ο Καβάφης!

Συγχαρητήρια για τις αναρτήσεις σου γενικά!

Καλώς σε βρήκα!

Amazing Counters