Parsifal by Jean Delville

ANDRE BRETON

" Δεν είναι ο φόβος της τρέλας που θα μας πιέσει ν΄αφήσουμε μεσίστια τη σημαία της φαντασίας. "
" Πιστεύω στην μελλοντική λύση αυτών των δύο καταστάσεων, του ονείρου και της πραγματικότητας, σ΄ένα είδος απόλυτης πραγματικότητας, υπερπραγματικότητας (surrealite), άν μπορεί να πει κανείς κάτι τέτοιο. Στην κατάκτηση της είναι που κατευθύνομαι, βέβαιος ότι δεν θα φθάσω αλλά τελείως αδιάφορος για το θάνατό μου, ώστε να μην υπολογίζω λίγο τις χαρές μιας τέτοιας κατάκτησης. "
" Τα πάντα οδηγούν στο να πιστέψουμε ότι υπάρχει ένα ορισμένο σημείο του πνεύματος απ΄όπου η ζωή και ο θάνατος, το πραγματικό και το φανταστικό, το περασμένο και το μελλοντικό, το μεταβιβάσιμο και το αμεταβίβαστο, το υψηλό και το χαμηλό παύουν να διαπερνιούνται αντιφατικά. Θα ήταν συνεπώς μάταιο να αναζητούσε κανείς στην υπερρεαλιστική δραστηριότητα κίνητρο άλλο από την ελπίδα να προσδιοριστεί αυτό το σημείο. "

(ANDRE BRETON Μανιφέστα του υπερρεαλισμού)

_______________________

1 Μαρ 2013

Τὰ ἐρωτικά

Σάρκινος λόγος

Ι.

Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Μὲ τρομάζει ἡ ὀμορφιά σου. Σὲ πεινάω. Σὲ διψάω.
Σοῦ δέομαι: Κρύψου, γίνε ἀόρατη γιὰ ὅλους, ὁρατὴ μόνο σ᾿ ἐμένα.
Καλυμένη ἀπ᾿ τὰ μαλλιά ὡς τὰ νύχια τῶν ποδιῶν μὲ σκοτεινὸ διάφανο πέπλο
διάστικτο ἀπ᾿ τοὺς ἀσημένιους στεναγμοὺς ἐαρινῶν φεγγαριῶν.
Οἱ πόροι σου ἐκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ἰμερόεντα.
Ἀρθρώνονται ἀπόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιὲς ἐκρήξεις ἀπ᾿ τὴ πράξη τοῦ ἔρωτα.
Τὸ πέπλο σου ὀγκώνεται, λάμπει πάνω ἀπ᾿ τὴ νυχτωμένη πόλη μὲ τὰ ἠμίφωτα μπάρ,
τὰ ναυτικὰ οἰνομαγειρεῖα.
Πράσινοι προβολεῖς φωτίζουνε τὸ διανυκτερεῦον φαρμακεῖο.
Μιὰ γυάλινη σφαῖρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία τῆς ὑδρογείου.
Ὁ μεθυσμένος τρεκλίζει σὲ μία τρικυμία φυσημένη ἀπ᾿ τὴν ἀναπνοὴ τοῦ σώματός σου.
Μὴ φεύγεις. Μὴ φεύγεις. Τόσο ὑλική, τόσο ἄπιαστη.
Ἕνας πέτρινος ταῦρος πηδάει ἀπ᾿ τὸ ἀέτωμα στὰ ξερὰ χόρτα.
Μιὰ γυμνὴ γυναῖκα ἀνεβαίνει τὴ ξύλινη σκάλα κρατώντας μιὰ λεκάνη μὲ ζεστὸ νερό.
Ὁ ἀτμὸς τῆς κρύβει τὸ πρόσωπο.
Ψηλὰ στὸν ἀέρα ἕνα ἀνιχνευτικὸ ἑλικόπτερο βομβίζει σὲ ἀόριστα σημεῖα.
Φυλάξου. Ἐσένα ζητοῦν. Κρύψου βαθύτερα στὰ χέρια μου.
Τὸ τρίχωμα τῆς κόκκινης κουβέρτας ποὺ μᾶς σκέπει, διαρκῶς μεγαλώνει.
Γίνεται μία ἔγκυος ἀρκούδα ἡ κουβέρτα.
Κάτω ἀπὸ τὴ κόκκινη ἀρκούδα ἐρωτευόμαστε ἀπέραντα,
πέρα ἀπ᾿ τὸ χρόνο κι ἀπ᾿ τὸ θάνατο πέρα, σὲ μιὰ μοναχικὴ παγκόσμιαν ἕνωση.
Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Ἡ ὀμορφιά σου μὲ τρομάζει.
Καὶ σὲ πεινάω. Καὶ σὲ διψάω. Καὶ σοῦ δέομαι: Κρύψου.


     Ἀθήνα 18.11.80

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Amazing Counters